- κοπτήριον
- κοπ-τήριον, τό,A place where grain was beaten out, PCair.Zen.464.9,al.(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπτήριο — το (Α κοπτήριον) βλ. κοφτήριο … Dictionary of Greek
κοφτήριο — και κοφτήρι και κοπτήριο, το (Α κοπτήριον) [κοπτήρ] (νεοελλ) 1. χαρτοπαικτική λέσχη ή τόπος συγκέντρωσης όπου ασκείται χαρτοκλοπία σε βάρος τών αδαών θαμώνων 2. κατάστημα με πολύ υψηλές τιμές αρχ. τόπος όπου κοπανιζόταν το σιτάρι … Dictionary of Greek